- ανταποδίνω
- -ωσα, -όθηκα, -ομένος, δίνω σε αντάλλαγμα εκείνου που πήρα: Ακόμη δεν του ανταπόδωσα όσα μου έκανε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
(ε)ξοφλώ — (ε)ξόφλησα, (ε)ξοφλήθηκα, (ε)ξοφλημένος 1. μτβ., πληρώνω ποσό που χρωστώ, πληρώνω το χρέος μου. 2. πληρώνω ό,τι οφείλω σε κάποιον και ξεμπερδεύω μαζί του: Εξόφλησα τον μπακάλη. 3. μτφ., εκπληρώνω υποχρέωση που ανέλαβα ή υπόσχεση που έδωσα: Δεν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντιχαιρετίζω — και αντιχαιρετώ ισα και ησα, ανταποδίνω το χαιρετισμό: Τον αντιχαιρέτησε ψυχρά και συνέχισε το δρόμο του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντιχαρίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, ανταποδίνω δώρο: Για τη φωτογραφική μηχανή που μου χάρισε του αντιχάρισα ένα μαγνητόφωνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντιχτυπώ — ησα, ήθηκα, ημένος, ανταποδίνω το χτύπημα: Τον αντιχτύπησε στο πρόσωπο· το μέσο αντιχτυπιέμαι δέρνομαι: Βρίστηκαν κι ύστερα αντιχτυπήθηκαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκδικούμαι — και εκδικιέμαι εκδικήθηκα, μτβ. και αμτβ., ανταποδίνω αδικία ή προσβολή που μου έγινε, παίρνω εκδίκηση, γδικιέμαι: Εκδικήθηκε το φόνο του πατέρα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεβγάζω — και ξεβνάνω ξέβγαλα, ξεβγάλθηκα, ξεβγαλμένος 1. περνώ με νερό τα ρούχα για να αφαιρεθεί το σαπούνι: Ξεβγάζω τα ρούχα και τελειώνω. 2. ανταποδίνω, εκπληρώνω κάποια υποχρέωση, κάποιο χρέος: Θέλω να ξεβγάλω αυτή την υποχρέωση. 3. αφανίζω, θανατώνω,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)